Γνωστή και ως εντεροπάθεια ευαίσθητη στη γλουτένη ή δυσανεξία στη γλουτένη. Η κοιλιοκάκη, είναι μία αυτοάνοση διαταραχή του λεπτού εντέρου, η οποία προκαλείται από την αντίδραση του οργανισμού στη γλουτένη. Η γλουτένη είναι μία φυσική πρωτεΐνη που βρίσκεται κυρίως στο σιτάρι, αλλά και σε άλλα δημητριακά, όπως το κριθάρι και τη σίκαλη. Κατά την έκθεση του οργανισμού στη γλουτένη το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά προκαλώντας μία φλεγμονώδη αντίδραση, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή του εσωτερικού τοιχώματος του λεπτού εντέρου και κατ’ επέκταση λιγότερα θρεπτικά συστατικά από τα τρόφιμα απορροφώνται.
Ποιος είναι ο επιπολασμός της κοιλιοκάκης;
Ο επιπολασμός της παγκοσμίως κυμαίνεται γύρω στο 0,5-1% του πληθυσμού. Πανευρωπαϊκά πάσχουν από κοιλιοκάκη 1/100 άτομα ενώ μόνο το 12-15% έχει ήδη διαγνωσθεί. Όσον αφορά την Ελλάδα, αν και δεν υπάρχουν επαρκή στατιστικά στοιχεία πιθανολογείται ότι η κοιλιοκάκη εμφανίζεται σε 1/2.000-3.000 κατοίκους. Επιπρόσθετα, μελέτες δείχνουν, πως έχει αυξηθεί η συχνότητά της τα τελευταία χρόνια, διπλασιάζοντας την επικράτησή της. Έχουν προταθεί περιβαλλοντικοί παράγοντες για να εξηγήσουν αυτό το φαινόμενο, όπως για παράδειγμα η αυξημένη κατανάλωση σιταριού και οι λοιμώξεις στην αρχή της ζωής, αν και τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι ακόμη καθοριστικά!!
Λίγα ιστορικά στοιχεία
Η κοιλιοκάκη πρωτοαναφέρθηκε το δεύτερο αιώνα μ.Χ., από τον Αρεταίο τον Καππαδόκη, ο οποίος περιέγραψε τη νόσο ως χρόνια διαταραχή της πέψης της τροφής σε ενήλικα άτομα. Το 1888, ο Samuel Gee στο σύγγραμά του ‘On the coeliac Affection’ περιέγραψε τη νόσο της κοιλιοκάκης στην παιδική ηλικία. Ωστόσο, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1953 ο Ολλανδός παιδίατρος Willem Dicke συνέδεσε την προέλευση της ασθένειας με το σιτάρι, παρατηρώντας πώς οι ελλείψεις εφοδιασμού με σιτάρι κατά τη μεταπολεμική περίοδο συνδέονταν με τη βελτίωση που επέδειξαν οι πάσχοντες ασθενείς και ότι οι πρωτεΐνες γλουτένης προκαλούσαν το πρόβλημα. Επί του παρόντος, η δυσανεξία στη γλουτένη θεωρείται ότι είναι μια βασική πεπτική συστηματική διαταραχή που συνίσταται σε μια κοινή φλεγμονώδη νόσο του λεπτού εντέρου που προκαλείται και συντηρείται κυρίως από ανοσολογική απόκριση μετά από έκθεση σε γλουτένη στη διατροφή.
Τι περιλαμβάνει η κλινική εικόνα της κοιλιοκάκης;
Συμπτωματική μορφή
Η κλινική εικόνα της κοιλιοκάκης περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων και συμπτωμάτων δυσαπορρόφησης, όπως:
- διάρροια
- στεατόρροια
- έλλειψη όρεξης
- καθυστέρηση ανάπτυξης
- ανεπάρκειες σε λιποδιαλυτές βιταμίνες, σίδηρο, ασβέστιο και φολικό οξύ
- μετεωρισμό
- κοιλιακό άλγος και
- απώλεια βάρους.
Ασυμπτωματική μορφή
Υπάρχει και η ασυμπτωματική μορφή της νόσου, με παρόμοια αλλά λιγότερα συμπτώματα όπως:
- μαλακές ή φυσιολογικές κενώσεις
- αίσθημα αδυναμίας
- ατονία και
- μικρή απώλεια βάρους.
Στην παιδική ηλικία συνήθως, εκδηλώνεται για πρώτη φορά σε βρέφη, όταν αρχίζουν και εισάγουν τα σιτηρά στη διατροφή τους και εμφανίζεται μεταξύ του πρώτου και του τρίτου έτους της ηλικίας συνοδευόμενη από διάρροια, μετεωρισμό και μειωμένη αύξηση του σωματικού βάρους. Άλλα συμπτώματα της κοιλιοκάκης είναι η αναιμία, βλάβες στα οστά, αιμορραγικές εκδηλώσεις και περιφερική νευροπάθεια.
Ένα άτομο για να χαρακτηριστεί ότι πάσχει από κοιλιοκάκη πρέπει να πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:
- Να υπάρχει χαρακτηριστική, αλλά όχι ειδική, αλλοίωση του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου
- Να υπάρχει δυσαπορρόφηση συστατικών της τροφής από το πάσχον τμήμα του εντέρου
- Να υπάρχει άμεση βελτίωση της κλινικής εικόνας μετά από συμμόρφωση σε δίαιτα ελεύθερη γλουτένης
Κοιλιοκάκη και διάγνωση
Η διάγνωση της κοιλιοκάκης επιτυγχάνεται με την ιστολογική εξέταση ιστοτεμαχιδίων που λαμβάνονται από το δωδεκαδάκτυλο κατά τη διάρκεια ενδοσκόπησης του ανωτέρου πεπτικού σωλήνα. Τα ιστολογικά χαρακτηριστικά της νόσου είναι η ατροφία των λαχνών του επιθηλίου, η κυτταρική υπερπλασία των κρυπτών και ο αυξημένος αριθμός ενδοεπιθηλιακών λεμφοκυττάρων. Η βράχυνση των λαχνών προκαλεί μείωση της απορροφητικής επιφάνειας του εντερικού βλεννογόνου, με αποτέλεσμα δυσαπορρόφηση και διάρροια. Η ενδοσκόπηση, όμως, είναι μία επεμβατική τεχνική, στην οποία πολλοί ασθενείς αντιδρούν αρνητικά. Η ανάγκη για την εξεύρεση μίας μη επεμβατικής τεχνικής διάγνωσης της κοιλιοκάκης, η οποία θα παρέχει τη δυνατότητα για μαζικό έλεγχο πληθυσμιακών ομάδων, οδήγησε τους ερευνητές στην αναζήτηση δεικτών της νόσου στον ορό των ασθενών. Ένας τέτοιος δείκτης είναι τα IgG και IgA αντιγλιαδινικά αντισώματα (αντι‐GL‐IgG, αντι‐GL‐IgA).
Αναδημοσίευση από άρθρο μου στο mednutrition.gr