Κατά την τελευταία δεκαετία, το πράσινο τσάι έχει γίνει μια μοντέρνα επιλογή ροφήματος τόσο εντός όσο και εκτός σπιτιού. Ενώ πολλοί άνθρωποι πίνουν πράσινο τσάι για την απίστευτη ελαφριά του γεύση, άλλοι το πίνουν για να ωφελήσουν την υγεία τους. Το πράσινο τσάι αποτελεί μια μορφή ολιστικής ιατρικής στην ασιατική κουλτούρα που ακολουθείται για πάνω από 4.000 χρόνια. Παραδοσιακά, πιστεύονταν ότι ελέγχει την αιμορραγία, βοηθά στην επούλωση των πληγών και την προώθηση της πέψης, καθώς και τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος και του σακχάρου του αίματος. Τώρα επίσης πιστεύεται, ότι το πράσινο τσάι μπορεί να βελτιώσει τη λειτουργία του εγκεφάλου.
Το πράσινο τσάι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έχει βρεθεί ότι έχει πολλές ευεργετικές επιδράσεις στην υγεία. Μερικά από τα πιο μελετημένα συστατικά αυτού του τσαγιού είναι οι πολυφαινόλες, τα οποία είναι ουσίες φυτικής προέλευσης που αποτελούνται από περισσότερες από μία ομάδα φαινόλης. Πολυφαινόλες τυπικά βρίσκονται στο δέρμα, στους σπόρους και στους καρπούς των φυτών (σύμφωνα με την Natural Healthcare Canada) και παρέχουν το χρώμα και το άρωμα του φυτού. Το πράσινο τσάι περιέχει 30-40% πολυφαινόλες, ενώ το μαύρο τσάι περιέχει 3-10%. Στο πράσινο τσάι περιέχονται πολλοί διαφορετικοί τύποι πολυφαινολών, οι οποίες πιστεύεται ότι έχουν αντιοξειδωτικές, αντι-φλεγμονώδεις, αντι-διαβητικές και αντι-καρκινικές ιδιότητες. Οι 4 πρωταρχικές πολυφαινόλες που συναντάμε στο πράσινο τσάι είναι οι: epigallocatechin-3-gallate (EGCG), epigallocatechin, epicatechin gallate και epicatechin.
Η epigallocatechin-3-gallate (EGCG), είναι ένα φλαβονοειδές το οποίο φαίνεται να ασκεί πολλά από τα ευεργετικά αποτελέσματα αυτού του τσαγιού. Σε μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Molecular Nutrition and Food Research, οι ερευνητική ομάδα του καθηγητή Yun Bai στο 3ο Στρατιωτικό Ιατρικό Πανεπιστήμιο Chongqing στην Κίνα, έδωσε σε ποντίκια την EGCG. Σκοπός της ήταν να αξιολογηθεί η επίδραση της ουσίας αυτής στην ανάπτυξη των κυττάρων του εγκεφάλου μέσα στον ιππόκαμπο, μια περιοχή η οποία είναι υπεύθυνη για τη μάθηση και τη δημιουργία αναμνήσεων. Από την έρευνα βρέθηκε ότι η EGCG επηρεάζει την ανάπτυξη και την εξέλιξη σημαντικών κυττάρων στον εγκέφαλο, μπορεί να ωθήσει την μνήμη και τις εγκεφαλικές λειτουργίες και επίσης μπορεί ακόμα να χρησιμοποιηθεί στην πρόληψη και θεραπεία ποικίλων νευροεκφυλιστικών νόσων.
Πιο αναλυτικά, η ερευνητική ομάδα βρήκε ότι τα ποντίκια που ταΐζονταν με την χημική ένωση EGCG βελτίωσαν τις μαθησιακές τους ικανότητες και τη μνήμη τους. Η EGCG μπορεί να βελτιώσει τη γνωστική λειτουργία επηρεάζοντας την παραγωγή των νευρικών κυττάρων, μια διαδικασία γνωστή και ως νευρογέννεση, σύμφωνα με τα λεγόμενα του καθηγητή Yun Bai, ο οποίος ανακάλυψε ότι τα αποτελέσματα που βρήκε είναι ίδια τόσο στα τεστ του εργαστηρίου όσο και στα ποντίκια. Οι ερευνητές διενεργήσαν δοκιμές σε δύο ομάδες ποντικών, σε μια που είχε δοθεί EGCG και σε μια ομάδα ελέγχου. Αρχικά τα ποντίκια εκπαιδεύτηκαν για τρεις ημέρες για να βρουν μια ορατή πλατφόρμα στο λαβύρινθό τους. Κατόπιν εκπαιδεύτηκαν για επτά ημέρες για να βρουν μια κρυμμένη πλατφόρμα. Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα ποντίκια που έλαβαν EGCG χρειάστηκαν λιγότερο χρόνο για να βρουν τη κρυμμένη πλατφόρμα και ότι συνολικά η EGCG ενίσχυσε τη μάθηση και τη μνήμη με τη βελτίωση της αναγνώρισης των αντικειμένων. Αποδεδείχθηκε ότι τα ποντίκια στα οποία χορηγήθηκε η EGCG είχαν 41% περισσότερα νέα κύτταρα του εγκεφάλου εντός του ιππόκαμπου σε σύγκριση με τα ποντίκια ελέγχου που δεν έλαβαν EGCG. Τα ποντίκια που τρέφονταν με EGCG ήταν επίσης σε καλύτερη θέση να περιηγηθούν σε ένα λαβύρινθο σε σύγκριση με τα ποντίκια ελέγχου. Αυτό δείχνει ότι η EGCG βοηθάει στην καταπολέμηση νευροεκφυλιστικών νόσων και απώλειας μνήμης.
Σε άλλη έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο της Ταϊβάν, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η EGCG βοήθησε να μειωθεί η μονοαμινοξειδάση τύπου Β, ή ΜΑΟ-Β, σε ορισμένους ιστούς του εγκεφάλου. Η ΜΑΟ-Β είναι υπεύθυνη για τη διάσπαση των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο, όπως είναι η ντοπαμίνη, η νορεπινεφρίνη, η επινεφρίνη και η σεροτονίνη. Οι ΜΑΟ-αναστολείς, είναι φάρμακα που έχουν χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία μιας ποικιλίας διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της κατάθλιψης, επειδή μπορούν να διατηρούν τα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών που κυκλοφορούν στον εγκέφαλο.
Σε μία ακόμη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Free Radical Biology and Medicine το Μάρτιο του 2010, οι ερευνητές του Πανεπιστήμιου του Porto στην Πορτογαλία διαπίστωσαν ότι η μακροπρόθεσμη χρήση πράσινου τσαγιού προστάτευε τις πρωτεΐνες και τα λιπίδια, που είναι σημαντικές κατασκευές των κυτταρικών μεμβρανών, από τις βλαβερές ελεύθερες ρίζες. Αυτή η προστασία βοήθησε να διατηρήσουν τη δομή του ιππόκαμπου και βελτίωσε τη μνήμη στα ποντίκια. Ο ιππόκαμπος είναι ένα πεδίο του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για τη συγκίνηση και τη μνήμη, σύμφωνα με το Medicine Net και το τσάι μπορεί να προσφέρει προστασία σε αυτό το μέρος του εγκεφάλου.
Το πράσινο τσάι περιέχει επίσης το αμινοξύ L-θεανίνη. Η L-Theanine είναι ένα αμινοξύ που βρέθηκε στα φύλλα του τσαγιού, φαίνεται ότι βοηθάει να μειωθεί το στρες, προάγει τη χαλάρωση και την ποιότητα του ύπνου. Η L-Theanine φάνηκε σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο “Neuroscience” τον Ιούλιο του 2010 να βοηθά στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων του L-γλουταμινικού, το οποίο μπορεί να προκαλέσει βλάβες στα κύτταρα του εγκεφάλου ή νευροτοξικότητα. Η νευροτοξικότητα έχει συνδεθεί με τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Ερευνητές από το Hebei Normal University στην Κίνα πραγματοποίησαν μελέτη που δείχνει ότι η L-Theanine ήταν χρήσιμη στην καταστολή της επίδρασης του L-γλουταμινικού, υποστηρίζοντας την ιδέα ότι η L-Theanine μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της νόσου του Alzheimer. Επειδή αυτή η μελέτη δεν έγινε σε ανθρώπους, χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες πριν χρησιμοποιηθούν η L-Theanine ή το πράσινο τσάι για την υποστήριξη θεραπείας του Αλτσχάιμερ.
Επίσης, η L-Theanine βρέθηκε στα φύλλα του τσαγιού σε χαμηλή συγκέντρωση (κάτω από 2%), που σημαίνει ότι αποτελεσματικά επίπεδα δόσης δεν μπορούν να καλυφθούν πίνοντας τσάι.
Παρατηρούμε ότι η πλειοψηφία των επιστημονικών ερευνών, τόσο αυτές που αναφέρθηκαν στο παρόν άρθρο, όσο και προγενέστερες αυτών, έχουν μελετήσει το πράσινο τσάι και τα οφέλη αυτού στις νοητικές λειτουργίες. Βέβαια, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι οι περισσότερες μελέτες πραγματοποιήθηκαν σε ποντίκια και δεν είναι σίγουρο αν τα ευρήματα αυτά θα ισχύουν και σε ανθρώπους.
Πέραν όλων των εικασιών για την ευεργετική δράση του τσαγιού και τα πολυάριθμα οφέλη του στην υγεία μας, καλό είναι να τονίσουμε κλείνοντας, ότι σημασία έχει ν’ ακολουθούμε γενικότερα έναν υγιεινό τρόπο ζωής, εντάσσοντας το τσάι σαν μέρος μιας ισορροπημένης διατροφής.
Το πράσινο τσάι μπορεί να καταναλωθεί από μπουκάλι σε πόσιμη μορφή (λαμβάνετε υπόψη σας όμως την προστιθέμενη ζάχαρη), συμπυκνωμένο και σε φακελάκια τσαγιού.
Αναδημοσίευση από άρθρο μου στο mednutrition.gr